Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν ὄμβρων

См. также в других словарях:

  • Λουαπούλα — (Luapula). Ποταμός της κεντρικής Αφρικής, που διαρρέει τη Ζάμπια και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεξιός παραπόταμος του Λουαλάμπα. Θεωρείται ως το βασικό ρεύμα του ποταμού Κονγκού. Ο Λ. πηγάζει Ν της λίμνης Τανγκανίκα και εκβάλλει στη λίμνη… …   Dictionary of Greek

  • υπολωφώ — άω, ΜΑ μσν. σταματώ για λίγο («ὑπελώφησεν ἡ καταφορὰ τῶν ὄμβρων», Κ. Μανασσ.) αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από κάτι («ἤδη μὲν παντὸς φόβου ὑπολωφῶντες», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λωφῶ «σταματώ, λήγω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»